σουρομαδιέμαι

σουρομαδιέμαι
σουρομαδιέμαι, σουρομαδήθηκα, σουρομαδημένος βλ. πίν. 59

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σουρομαδιέμαι — και σουρομαδιούμαι 1. τραβώ και ξεριζώνω τις τρίχες της κεφαλής μου. 2. μτφ., βρίσκομαι σε απόγνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουρομαδώ — άω, Ν 1. σέρνω κάποιον από τα μαλλιά και τόν μαδώ 2. μέσ. σουρομαδιέμαι τραβώ τα μαλλιά μου από απελπισία ή λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *συρομαδώ (< σύρω + μαδώ). Για την τροπή τού υ σε ου , πρβλ. ξυράφι: ξουράφι, σύρω: σούρ(ν)ω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”